- πλεονάκις
- πλεονάκιςmore frequentlyindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλεονάκις — ΝΑ, πλεονάκι και πλειονάκις και πλειονάκι Α επίρρ. (ως χρον.) με μεγαλύτερη συχνότητα, συχνότερα αρχ. 1. πολλές φορές, συχνά 2. πάρα πολύ συχνά, με εξαιρετικά μεγάλη συχνότητα 3. με πολλαπλασιασμό με μεγαλύτερο αριθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλε(ῖ)ον, ουδ … Dictionary of Greek
πλειονάκις — Α επίρρ. (δ.τ.) βλ. πλεονάκις … Dictionary of Greek
προσβιάζομαι — Α 1. αναγκάζω, βιάζω κάποιον 2. μεταχειρίζομαι βία («ὅταν τις προσβιάζηται πλεονάκις χρώμενος τῷ ἀφροδισιάζειν», Αριστοτ.) 3. παθ. πιέζομαι ισχυρά («καί τι αὐτῶν μέρος οὐκ ὀλίγον προσβιασθέν», Θουκ.) 4. διευκολύνω τοκετό μεταχειριζόμενος δύναμη 5 … Dictionary of Greek
ԲԱԶՈՒՄ — (բազմի, մաւ, մաց, մօք.) NBH 1 420 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c, 14c ա. πολύς, πολλή, πολύ multus, a, um, πλεῖον, ονος, πλεῖστος plus, plures, plurimus, ἰκανός sufficiens, satis Յոլով. շատ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)